- αγάλλομαι
- τέρπομαι, καμαρώνω: Χαιρόταν κι αναλλόταν για την επιτυχία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγάλλομαι — (Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω) χαίρομαι, ευφραίνομαι αρχ. 1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ 2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον 3. στολίζω 4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα ,… … Dictionary of Greek
ἀγάλλομαι — ἀγάλλω glorify pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
αγαθύνω — ἀγαθύνω (ΑΜ) [ἀγαθός] μσν. καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω αρχ. 1. τιμώ, μεγαλύνω, δοξάζω 2. κοσμώ, στολίζω, καλλωπίζω 3. είμαι, φαίνομαι ή γίνομαι αγαθός, ευεργετικός σε κάποιον 4. γίνομαι καλός 5. καθιστώ, κάνω κάτι καλό 6. κάνω το καλό,… … Dictionary of Greek
αγαλλιώ — (Α ἀγαλλιῶ) ( άω) χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάλλομαι, κατά τα ρήματα σε ιάω] … Dictionary of Greek
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
εκχορεύω — ἐκχορεύω (Α) 1. βγαίνω από τον χορό 2. μτφ. εκρήγνυμαι, ξεσπάω 3. μτφ. αγάλλομαι, σκιρτώ από χαρά 4. μέσ. αποβάλλω, διώχνω κάποιον από τον χορό … Dictionary of Greek
επαγάλλομαι — ἐπαγάλλομαι (AM) [αγάλλομαι] χαίρομαι υπερβολικά για κάτι (α. «μηδ ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ και δηιοτῆτι», Ομ. Ιλ. β. «διὸ ἐπαγαλλόμενοι, σέ, Θεοτόκε, μεγαλύνομεν», Μηναία) … Dictionary of Greek
επιγηθώ — ἐπιγηθῶ, έω (Α) 1. ευχαριστιέμαι, χαίρομαι 2. υπερηφανεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γηθέω, ώ «χαίρομαι, αγάλλομαι»] … Dictionary of Greek
ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… … Dictionary of Greek